Για τον προδότη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο, πρώτο υπότουρκο πατριάρχη.

[…Με τον τρόπο αυτόν θέλαμε να φανερώσουμε τον άνθρωπο (εννοεί τον Πλήθωνα) σε αυτούς που δεν τον ξέρουν, για να μην εξαπατηθεί και βλαφθεί κανείς απ΄ αυτόν, πράγμα το οποίο έπαθαν αρκετοί στο παρελθόν, και αυτό έγινε σε εμάς αιτία μεγάλης θλίψεως αλλά τα ονόματα εκείνων δεν πρέπει να τα πω. Σε αυτά πρέπει ν΄ αποβλέψωμε και όχι σε άλλη φιλοδοξία, αυτά δε είναι στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου του, το οποίο σώζεται σε πολλά μέρη, αποδεικνύοντας ότι οι δικές μας απόψεις είναι πολύ καλές και με την βοήθεια του Θεού είναι σύμφωνες με την δική μας (χριστιανική) θεωρία. Ο ίδιος λοιπόν, απαντούσε γραπτώς στον Αριστοτέλη και σε εμάς πολεμώντάς μας γιατί δήθεν, συνηγορούμε υπέρ του Αριστοτέλους. Αλλά εμάς μας εμποδίζει η συμφορά της πατρίδος να του απαντήσωμε γραπτώς όμως, αφού βρήκαμε τότε μια επίκαιρη αφορμή, καταπιαστήκαμε με τις άκαιρες μελέτες του με φειδώ και πιο σοβαρά αφού λοιπόν, αφήσαμε τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα εξ ίσου, εκάναμε μια σοβαρή πραγματεία εναντίον της ελληνικής δεισιδαιμονίας, γιατί αυτός φανερά πολεμούσε αυτό τον ευσεβή σκοπό (δηλ. Την χριστιανική πίστη) και δεν προσπαθούσε καθόλου να κρύβεται αυτήν (την μελέτη μας) αφού είδε , λένε ότι λυπήθηκε ο άνθρωπος και απελπίσθηκε ότι μπορεί να επιτύχει τίποτα η άριστη νομοθεσία του εφ΄ όσον εμείς ζούμε, και θα μπορέσωμε και με φωτιά και με γραπτά να την ακυρώσωμε, με όποιον από τους δύο αυτούς τρόπους θα κρίναμε καλό, γιατί με αυτό τον απειλούσαμε στο δεύτερο σύγγραμμά μας προς αυτό. Αυτήν την διάθεση είχαμε εμείς για εκείνον, γιατί μας ενοχλούσε αυτό που θα συμβεί στην πίστη και στην ωφέλεια ή βλάβη των αδελφών μας, τα άλλα δεν μας στεναχωρούσαν…] Από το σύγγραμμα του Γενναδίου: Για το βιβλίο του Γεμιστού και εναντίον της ελληνικής πολυθεϊας.
[…Ήταν τόσο απλοϊκός (ο Γεμιστός) και όμοιος με τους κοινούς ανθρώπους στο να μπορεί να κρίνει για την αλήθεια και το ψέμα, ώστε και ένα παιδί θα του ανέτρεπε τα επιχειρήματα και σε ένα παιδί δεν θα μπορούσε να αντιλέξει , αν αυτό του έλεγε ψέματα για να τον δοκιμάσει, γι αυτό έπεσε σε τέτοια πλάνη. Και εμείς, για την άριστη Νομοθεσία του (γιατί έτσι επέγραφε το βιβλίο του, που το έγραψε μα τα χέρια του), εκφράσαμε δημοσίως την αντίρρησή μας και επιβάλαμε την ποινή αφού παραδώσαμε το βιβλίο στην πυρά. Μας ανάγκασε δε σε αυτό ο πόθος και ο φόβος της άριστης νομοθεσίας του και για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις αυτές δεν μπορύσαμε να κάνωμε αλλιώς.
Να ανατρέψουμε τα επιχειρήματα της πλάνης των πολυθεϊστών δεν είναι καιρός τώρα, αφού έχει αρκετά ελεγχθεί η πλάνη από τον ίδιο τον Θεό και από αυτούς που πιστεύουν στα θεϊκά του λόγια. Και τώρα σε καμμιά γωνία μόνο και στο σκοτάδι των ολίγων πολυθεϊστών συζητιούνται τα επιχειρήματα του Πλήθωνος επειδή (αυτοί) δεν τολμούν να λένε φανερά αναισχυντίες εναντίον της αλήθειας που επικρατεί (πλέον) παντού…] Από το σύγγραμμα του Γενναδίου: Κατά των αθέων ήτοι των αυτοματιστών

Ο Γεώργιος Κουρτέσης, [το όνομα Σχολάριος το έλαβε από τη θητεία του ως φύλακας των ανακτόρων], γεννήθηκε πιθανότατα το 1405 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του ήταν από τη Θεσσαλία. «Καίτοι του πατρός εκ Θετταλίας ενταύθα μετωκηκότος» μας λεει ο ίδιος ο Γεννάδιος. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της Θεσσαλίας είναι πιθανό να συμπεριλαμβάνει και τη Θεσσαλονίκη, ενδέχεται λοιπόν η καταγωγή του πατρός του να ήταν από εκεί. Στην Κωνσταντινούπολη θα παρακολουθήσει μαθήματα από τον Μάρκο τον Ευγενικό, ενώ παρακολούθησε μαθήματα και από τον Πλήθωνα. Ωστόσο η έπαρση και η αλαζονεία του χαρακτήρα του τον οδήγησαν να κομπάζεται ότι έμαθε ρητορική, θεολογία, φιλοσοφία, και νομικά χωρίς τη βοήθεια δασκάλου. Γνώριζε επίσης τη λατινική γλώσσα και την λατινική εκκλησιαστική γραμματεία. Κατά την περίοδο που εξασκεί το δικηγορικό επάγγελμα, ιδρύει στο σπίτι του σχολή όπου θητεύουν Έλληνες και Ιταλοί σπουδαστές. Οι φιλοδοξίες του όμως δεν σταματούν εδώ, δημιουργεί σχέσεις μ΄ όλα τα αξιοσημείωτα πρόσωπα της εποχής του, εκτός από τους διανοούμενους δημιουργεί σχέσεις και με την αυλή του παλατιού. Υπό την εύνοια του διανοούμενου της αυλής Μανουήλ Β΄ του Παλαιολόγου διορίζεται «Κριτής της Βασιλικής Κρίσεως» μια πολύ υψηλή δικαστική θέση.


Ο Γεννάδιος ενωτικός.


Εύνοια προς το Γεννάδιο δείχνεί και ο Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος και τον καλεί στις συσκέψεις που γίνονταν στο παλάτι το φθινόπωρο του 1436 για την προετοιμασία ενωτικής Συνόδου. Γνωρίζοντας ότι το εκατέρωθεν μίσος παπικών και ανατολικών, θα ήταν το κυριότερο εμπόδιο για την παροχή δυτικής βοήθειας ο τότε αυτοκράτορας είχε επεξεργαστεί με μια ομάδα επιτελών του ένα πρόγραμμα προσέγγισης των δύο εκκλησιών το οποίο στηριζόταν σε μια «κατ΄ οικονομία» ένωση των δύο θρησκευτικών πλευρών. Αυτό που έπρεπε να πράξει η Ορθοδοξία για να σωθεί έστω και προσωρινά ότι είχε απομείνει από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, δεν το έπραξε,, αν και ήταν σε θέση να δεχθεί την ένωση κατά τρόπο συμβατικό και όχι υποχρεωτικό. Στη σύνοδο της Φεράρας όπου συζητείται η ένωση των δύο εκκλησιών ο Γεννάδιος φτάνει με λίγες μέρες καθυστέρηση, υποστηρίζει τη θέση του Βησαρίωνος και εκδηλώνει την ενωτική του θέση εμφανώς και παρασκηνιακά. Στις 14 Απριλίου 1439 εκφωνεί λόγο στη σύνοδο λέγοντας μάλιστα ότι μόνο με τη λατινική βοήθεια μπορούσε να σωθεί η αυτοκρατορία, αυτό όμως δεν το εμποδίζει να έρθει σε ρήξη και με τους ενωτικούς και φεύγει εσπευσμένα από τη Φεράρα πριν ολοκληρωθεί η σύνοδος. Επιστρέφοντας στη Κωνσταντινούπολη βρίσκεται αντιμέτωπος με τον αρχηγό των ανθενωτικών Μάρκο Ευγενικό ο οποίος τον κατηγορεί ότι ξεπουλά το δόγμα της Ορθοδοξίας και την αλήθεια της με το μέσο δρόμο που έχει επιλέξει, απατώντας σ΄ αυτές τις επικρίσεις ο Γεννάδιος υποστηρίζει ότι η ένωση στηρίζεται σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, δικαιολογεί την προσέλευσή του στη σύνοδο λέγοντας ότι κερδίθηκε πολύτιμος χρόνος, και ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε τις παραδόσεις του πατριαρχείου. 


Ο Γεννάδιος ανθενωτικός. 


Από εκείνη την περίοδο 1443-1444 χρονολογείται και η μεταστροφή του προς τους ανθενωτικούς, μετά τον θάνατο του Ευγενικού γίνεται αυτός αρχηγός του κόμματος των ανθενωτικών το 1444. Έως το 1448 που πεθαίνει ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, επιδίδεται σε μια συνεχή υπονόμευση της ένωσης μέσω της εμπρηστικής ανθενωτικής προπαγάνδας του ενώ παράλληλα συγγράφει θεολογικά δοκίμια κατά των παπικών δογμάτων. Το 1450 έχοντας χάσει τα ερείσματά του στο παλάτι διώχνεται απ΄ αυτό, ενδύεται τα φαιά ιμάτια και μονάζει στο μοναστήρι του Χαρσανείτου. Από κει συνεχίζει με μεγαλύτερη ένταση την ανθενωτική του εμπρηστική προπαγάνδα, μόνο που τώρα αυτή η προπαγάνδα έχει αποκτήσει και θεολογικά ερείσματα και την ονομάζει «προφητείες». Το 1451 καταφέρνει να προσηλυτίσει τον ουσσίτη ιερέα Platris ο οποίος διαπραγματευόταν την προσχώρηση της εκκλησίας του στην Ορθοδοξία. Όταν το 1452 το παλάτι σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρεθεί ένα είδος συμβιβασμού ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, προετοίμαζε ένα έσχατο σχέδιο ένωσης, ο Γεννάδιος εξαπολύει από το κελί του ένα είδος προκήρυξης δηλώνοντας ότι δεν θ΄ ασχοληθεί ξανά με την ασύμφορη, όπως τη χαρακτήριζε, υπόθεση της ένωσης. Όταν ωστόσο στις 12/12/1452 τελέστηκε κοινή λειτουργία ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Καθολικούς στην Αγία Σοφία, θυροκόλλησε έξω από το κελί του μια εμπρηστική «προφητεία» στην οποία υποστήριζε ότι η καταστροφή της Πόλης ήταν αναπόφευκτη. Περνώντας από στόμα σε στόμα η νέα «προφητεία» έκανε τον καθυστερημένο όχλο να παραληρεί, να πως περιγράφει ο Δούκας την κατάσταση: «το σχισματικόν μέρος [οι ανθενωτικοί] ελθόν εν τη μονή του Παντοκράτορος εν τη κέλλη του Γενναδίου του ποτε Σχολαρίου, έλεγον αυτώ, «και ημείς το ποιήσομεν;» αυτός δε εγκλεισθείς και χάρτην λαβών και γράψας την γνώμην αυτού δια της γραφής εδήλου και την συμβουλήν. «Άθλιοι Ρωμαίοι εις τι επλανήθητε και απεμακρύνατε εκ της ελπίδος του Θεού και ηλπίσατε εις την δύναμιν των Φράγκων, και συν τη πόλει εν η μέλλει φθαρήναι, εσχάσατε και την ευσέβειάν σας; Ιλεός μοι, Κύριε μαρτύρομεν ενώπιον σου ότι αθώος ειμί του τοιούτου πταίσματος. Γιγνώσκετε, άθλιοι πολίται τι ποιήτε; Και συν τω αιχμαλωτισμώ, ος μέλλει γενέσθαι εις υμάς, εσχάσατε και το πατροπαράδοτον και ωμολογήσατε την ασεβείαν ουαί ημίν εν τω κρίνεσθαι» [ Ν.Β. Τωμαδάκη Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως Εκδ. 1953 Αθήναι]
Ακούγοντας την «Προφητεία» ο καθυστερημένος και δεισιδαίμων όχλος σε κατάσταση παροξυσμού και από ανάλογες «προφητείες» φανατισμένος από τις καλόγριες του μοναστηριού, τους ηγούμενους και τους παπάδες που αναθεμάτιζαν διαρκώς τους ενωτικούς, ξεχύθηκε ημιπαράφρων στα καπηλειά κρατώντας «΄εν χερσί τας φιάλας πλήρεις ακράτου, αναθεμάτιζον τους ενωτικούς, πίνοντες εις πρεσβείαν της εικόνος της Θεομήτορος». Το ανθενωτικό μένος του Γενναδίου στράφηκε ακόμη και κατά του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ και κατηγορήθηκε ότι ήταν αντίθετος με τη στέψη του νέου αυτοκράτορα διότι τον θεωρούσε λατινόφιλο. Εκβιαστικά απαιτούσε να μη γίνει η στέψη μέχρι να ξεκαθαρίσει ο Κωνσταντίνος τις εκκλησιαστικές του απόψεις. Ο Λέων Αλλάτιος διασώζει ότι ο Γεννάδιος είχε συνεννοηθεί με τους Τούρκους και ήθελε αυτοκράτορα τον φιλότουρκο Δημήτριο Παλαιολόγο.
Η στάση του Γενναδίου είχε καταστρεπτικές συνέπειες τόσο στο εσωτερικό του βυζαντινού κράτους όσο και στις εξωτερικές του σχέσεις, η τακτική που ακολούθησε αποδείχθηκε ως ο καλύτερος σύμμαχος των Τούρκων. Από τη μια εμπόδιζε την παροχή δυτικής βοήθειας υποκινώντας το δογματικό μίσος, ενώ ταυτόχρονα αποθάρρυνε με τις «προφητείες» του κάθε ιδέα αντίστασης και άμυνας απέναντι στους Τούρκους, και γέμιζε ηττοπάθεια τους αποκτηνωμένους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Η δύναμη των ανθενωτικών καλόγερων πάνω στον αμαθή και μοιρολατρικό όχλο με τον οποίο έρχονταν σε καθημερινή επαφή, ήταν τεράστια. Αντίθετα οι ενωτικοί ήταν μια μικρή μειοψηφία καλλιεργημένων ανθρώπων, οι οποίοι όμως δεν είχαν επαφή με τις μάζες άρα δεν μπορούσαν να τις επηρεάσουν. Ο Κ. Σάθας στη «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη» γράφει χαρακτηριστικά: «Ο αναγινώσκων τους δυο επί τη αλώσει λόγους του Πατριάρχου Γενναδίου του Σχολαρίου, αισθάνεται αληθή φρικίασιν, ακούων τον μέγα ένοχον κυνικώς εξιστορούντα πως οι περί αυτών αληθείς και θεόπνευστοι χριστιανοί συνήρχοντο εν τω παλατίω του πένητος βασιλέως και επρόβαλλον τούτω την εις τους Τούρκους παράδοσιν, επί τη επιδείξει ιερών χρησμών τούτο κελευόντων».
Στοιχείο ενός άτεγκου συντηρητισμού εως σημείου οπισθοδρομήσεως προσκολλημένος στο σκοταδισμό του πατριαρχείου και εχθρός κάθε αναγεννησιακής σκέψης η οποία εκείνη την περίοδο διαμόρφωνε την νεοελληνική εθνική συνείδηση, ο Γεννάδιος ανεθνικό μέρος ενός εξίσου ανεθνικού συνόλου που καλείται «Ορθοδοξία» προτίμησε το σκλάβωμα των ραγιάδων στους Τούρκους ώστε να παραμείνουν ορθόδοξοι και να σώσει έτσι την Ανατολική Εκκλησία η οποία εξακολούθησε όχι μόνο να υπάρχει, αλλά να γιγαντώνεται με τα προνόμια που της παρεχωρήθησαν από τους Οθωμανούς. Αρνούμενος τη δυτική βοήθεια ο Γεννάδιος, αρνήθηκε μαζί και τις πιθανότητες να ξεκινήσει η ευρωπαϊκή αναγέννηση από τον λόγο του φωτισμένου Γ.Γεμιστού Πλήθωνα σ΄ αυτά εδώ τα χώματα, που άνθισαν κάποτε οι Έλληνες. Όσο για τη γνώμη του για αυτούς [τους Έλληνες] ας αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος: «΄Έλλην ων την φωνήν, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ Έλληνες, αλλ΄ από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης και ει τις εροιτό με τι είμαι, αποκρίνουμαι χριστιανός είναι». 


Ο πρώτος υπότουρκος Πατριάρχης.


Αμέσως μετά την άλωση ο Γεννάδιος αιχμαλωτίστηκε, ορισμένοι συνεργαζόμενοι με τους Τούρκους Βυζαντινοί ζήτησαν από τον Μωάμεθ να διευθετηθεί το ζήτημα του πατριάρχη. Ο Μωάμεθ αναζήτησε τον Γεννάδιο και στις 6/1/1454 ο Γεώργιος Κουρτέσης ενθρονίζεται σύμφωνα με το βυζαντινό πρωτόκολλο πρώτος υπότουρκος Πατριάρχης. «Πατριάρχευε εν ησυχία και έχε τα σα προνόμια ως και οι προκάτοχοι πατριάρχαι είχον» ήταν η προτροπή του Μωάμεθ προς τον νέο Πατριάρχη των ραγιάδων. Με διάταγμά του ο Μωάμεθ ρύθμισε τη σχέση Οθωμανών και Ανατολικής εκκλησίας, απαγόρευσε τη μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά, και άφησε ανέγγιχτα τα χριστιανικά έθιμα των ρωμιών. Στη δε Ανατολική εκκλησία έδωσε αφορολόγητο και όρισε: «Έδωκε δε [ο Μωάμεθ] και προστάγματα εγγράφως τω Πατριάρχη μετ΄ εξουσίας βασιλικής, υπογεγραμμένα κάτωθεν ίνα μηδείς αυτόν ενοχλήση ή αντιτείνει, αλλά είναι αυτόν αναίτητον και αφορολόγητον και αδιάσειστόν τε από παντός εναντίου και τέλους και δόσεως ελευθέρος έσται αυτός και οι μετ΄ αυτόν Πατριάρχαι εις τον αιώνα, ομοίως και πάντες οι υποτεταγμένοι αυτώ αρχιερείς» Ο Πατριάρχης έχει τώρα ν΄ αντιμετωπίσει τις πιέσεις των μελών του κόμματος που τον έφερε στην εξουσία. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που απειλούν ότι αν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους θα στραφούν προς τον Ισλαμισμό. Μετά από δωδεκάμηνη θητεία ο σωματικά εξαντλημένος Γεννάδιος παραιτείται και αποσύρεται στο Άγιο Όρος, μετά πηγαίνει στη μονή προδρόμου στις Σέρρες όπου εξαπολύει το μίσος του ενάντια στον Πλήθωνα και την πολυθεΐα του. Ανεβαίνει ακόμα δύο φορές στον πατριαρχικό θρόνο και πεθαίνει μετά το 1472 στη μονή Προδρόμου όπου ξαναγύρισε.
Απ΄ το πλήθος των γραπτών αυτά τα οποία καταφέρονται κατά του Πλήθωνος συνιστούν ξεχωριστή κατηγορία: α «Κατά των Πλήθωνος αποριών επ΄ Αριστοτέλει» β Επιστολή προς τον Μάρκο τον Ευγενικό, γ «Προς Πλήθωνα επί τη προς το υπέρ Λατίνων βιβλίων αυτου απαντήσει ή κατά Ελλήνων», δ «Επιστολή τη Βασιλίσση περί του βιβλίου του Γεμιστού ε «Περί του βιβλίου του Γεμιστού και κατά της Ελληνικής πολυθεϊας, στ «Πε΄ρι του ενός εν Τριάδι Θεού ημών και πάντων των όντων δημιουργού, και κατά αθέων ήτοι αυτοματιστών και κατά πολυθέων». Για να αντικρούσει τον πλατωνισμό και την πολυθεϊα στο λόγο του Πλήθωνος, ο Γεννάδιος επιστρατεύει κάτω από τη μονοθειστική οπτική του, τον Αριστοτέλη και τις χριστιανικές δοξασίες αντίστοιχα. Αυτά όμως δεν δείχνουν να φέρνουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα κάτι που τον οδηγεί να παραδώσει στην πυρά το βιβλίο του Πλήθωνος, συνεπής στην παράδοση της χριστιανοσύνης.


Συμπεράσματα 


Οι σχέσεις του Γενναδίου με τις τότε πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες, στρέφονται γύρω από τρεις θεματικές κατηγοριοποιήσεις, οι οποίες και φανερώνουν το ρόλο που διαδραμάτισε στην εποχή του. Η αντίθεση Ενωτικών και Ανθενωτικών στην οποία συμμετείχε με την εμπρηστική του προπαγάνδα, δρώντας προδοτικά , την αντίθεση Πλατωνισμού Αριστοτελισμού πάνω στην οποία βάσισε την πολεμική του κατά του Πλήθωνος και τέλος στα προνόμια που παραχώρησε στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο ο Μωάμεθ ο Β΄.
Ενωτικοί εναντίον Ανθενωτικών και Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία εναντίον Βυζαντινού Κράτους
Πρόκειται ουσιαστικά για δύο διαφορετικές κατευθύνσεις οι οποίες αποκαλύπτουν κάτω από την δογματική τους επένδυση τους ασυμβίβαστους δρόμους στους οποίους ήταν προσανατολισμένοι Βυζαντινό Κράτος από τη μια και Ορθόδοξη Εκκλησία από την άλλη. Οι προτεραιότητες που βάζουν αυτές οι δύο κυρίαρχες τάσεις της εποχής είναι διαφορετικές διότι οι εχθροί τους είναι διαφορετικοί. Για το Βυζαντινό Κράτος πρωταρχικό μέλημα ήταν η αντιμετώπιση της Ισλαμικής επεκτάσεως, ενώ για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο εχθρός ήταν οι ομόδοξοι* παπιστές, η χριστιανική Δύση.
Για το Βυζαντινό Κράτος η μόνη διέξοδος από την Ισλαμική πίεση ήταν η συνεργασία με τους δυτικούς με παροχή ουσιαστικής βοήθειας στην καταρρέουσα αυτοκρατορία. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να συμβεί διότι το απέτρεπε το εκατέρωθεν δογματικό μίσος των δύο Εκκλησιών. Η Ορθόδοξη λοιπόν Εκκλησία αντιλαμβανόταν το πρόβλημα της δικής επιβίωσης όχι απλώς διαφορετικά από εκείνο του Κράτους αλλά η επιβίωση της ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετη προς τις προτεραιότητες του Βυζαντίου. Η διατήρηση των προνομίων και η συνέχιση της πνευματικής εξουσίας που ασκούσε αιώνες τώρα η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ταυτιζόταν με τη διατήρηση της Βυζαντινής εξουσίας, αλλά κάλλιστα μπορούσε να συνεχίζει να υπάρχει χωρίς αυτή. Άλλωστε το σημαντικό γι αυτήν ήταν να μη διαρραγεί η οριζόντια κοινωνική της διαστρωμάτωση αυτή που την οδήγησε σε θέση ισχύος. Ωστόσο το μέτωπο της Ανατολικής Εκκλησίας στο ζήτημα αυτό δεν έμεινε αρραγής καθώς υπήρξαν αξιωματούχοι της οι οποίοι τάχθηκαν με τους Ενωτικούς και εργάστηκαν για τη σωτηρία του Βυζαντίου. Από την άλλη πλευρά οι Ανθενωτικοί προτίμησαν τη διατήρηση των προνομίων τους και ετοίμασαν την τουρκική κατάκτηση. Ο Γεννάδιος ανήκει και στην δύο κατηγορίες, στην αρχή ως διπλωματικός εκπρόσωπος του Βυζαντίου ήταν Ενωτικός, στην συνέχεια όμως πέρασε στην πλευρά των Ανθενωτικών.
Σ΄ αυτή την ιστορική καμπή στον ελλαδικό χώρο συναντούμαι δύο κινήσεις που άπτονται της πολιτικής του Γενναδίου, πρόκειται για τις Εθνικές προϋποθέσεις που δημιουργούνται τους παλαιολόγιους χρόνους με επίκεντρο το Μυστρά. Παρατηρείται μια αναβίωση των ουμανιστικών σπουδών και μια έντονη στροφή προς τον πλατωνισμό, υπεύθυνος για αυτές τις διεργασίες δεν είναι άλλος από τον Γ. Γεμιστό Πλήθωνα. Ένα δεύτερο σημείο εντοπίζεται στις προσπάθειες για διαβαλκανική συμμαχία προς αντιμετώπιση της ισλαμικής απειλής, η οποία όμως δεν απέδωσε τα αναμενόμενα για τους υποκινητές της αποτελέσματα. Υπό αυτή την προοπτική η Ανατολική Εκκλησία δεν είχε να χάσει τίποτα αντίθετα μόνο οφέλη θα προσθέτονταν στα ήδη υπάρχοντα. Θα ισχυροποιούσε τη θέση της απέναντι στη μισητή Δύση και ίσως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους Ισλαμιστές. Εν τούτοις η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία προτίμησε την υποταγή και την υποδούλωση των Ρωμιών στους Τούρκους, για να αποτελεί το μοναδικό συνεκτικό στοιχείο των σκλαβωμένων ελληνόφωνων πληθυσμών που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ισλαμιστών. Ουσιαστικά η στάση αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έβαζε φραγή στην πνευματική ζύμωση που παρατηρούνταν υπό την επίδραση του Πλήθωνος, και ανεδείκνυε τη ταυτότητα της εθνικής συνείδησης των ελλαδιτών, η οποία απείχε από το να χαρακτηριστεί «χριστιανική». Η Ορθοδοξία ανέκαθεν υπήρξε μη Εθνικό μόρφωμα η προτίμησή της στους Τούρκους υπήρξε παράγωγο αυτής της στάσης. Ακόμα και σήμερα σε ανάλογη περίπτωση η Ορθοδοξία μετά χαράς θα απεμπολούσε προσωρινά τον «εθνικό» της μανδύα μπροστά λ.χ. στην παγκοσμιοποίηση της θεομίσητης Δύσης για να ρίξει τους Ρωμιούς στην αγροικία των ορθόδοξων βαλκανικών τόξων, αρκεί να μη χάσει τα οικονομικοπνευματικά της προνόμια που την καθιστούν ως τον πραγματικό δυνάστη της Ελλάδος.
Τα αποτελέσματα των επιλογών της Ανατολικής Εκκλησίας τα βλέπουμε μέχρι σήμερα, και ενώ στην δυτική Ευρώπη οι λαοί κατάφεραν να περιορίσουν την εκκλησία στα του οίκου της, μέσω της αναγεννήσεως και της γαλλικής επαναστάσεως, στον ελλαδικό χώρο χάρη της Ορθοδοξίας η αναγέννηση δεν ήρθε ποτέ. Και μαζί μ΄ αυτήν απουσιάζει από την νεοελλάδα η κριτική αντιμετώπιση της θεομανίας, της δεισιδαιμονίας, της θαυματοπληξίας και όλων αυτών των κατάλοιπων του σκοτεινού βυζαντίου, θεματοφύλακας του οποίου είναι η Ορθοδοξία.